Παρόλο που βλέπουμε ολοένα και περισσότερα γεγονότα βίας κατά των γυναικών στα ΜΜΕ, η κατάσταση παραμένει σε μορφή “παγόβουνου”. Συμβαίνει πολύ συχνότερα από όσο νομίζετε, αλλά η ντροπή γύρω από αυτό δεν επιτρέπει τη διαφάνεια, επηρεάζοντας και τα θύματα και τους θύτες, να το κρατήσουν κρυφό και να μη ζητήσουν βοήθεια από ειδικό.
Το πρώτο πράγμα που κάνουμε, είναι φυσικά να κρίνουμε “μα γιατί τον ανέχεται;” “μήπως της αρέσει αυτή η κατάσταση;”, “γιατί δεν καταλαβαίνει ότι αξίζει κάτι καλύτερο;” και άλλες αντίστοιχες ανώφελες φράσεις… ή βγάζουμε γρήγορα συμπεράσματα για το τι μπορεί να συμβαίνει, χωρίς αυτό να αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα.
Το φαινόμενο για να είμαστε ειλικρινείς, είναι πολυπαραγοντικό και βαθύτερο, τόσο για το θύμα, όσο και για το θύτη. Γεννιέται από βαθιά στερεότυπα και καταστάσεις μέσα από την παιδική ηλικία και το οικογενειακό πλαίσιο στο οποίο μεγάλωσαν. Αυτό που λέμε “όταν κλείνει η πόρτα – κανείς δεν ξέρει τι συμβαίνει μέσα”.
Δεν αναφέρομαι αποκλειστικά στις εμφανείς κακοποιητικές συμπεριφορές (σωματική, λεκτική ή σεξουαλική βία) αλλά και στις κρυφές πλευρές της κακοποίησης που ύπουλα μπορούν να τραυματίσουν εξίσου ένα παιδί και να χαράξουν την πορεία του. Όπως για παράδειγμα, η παραμέληση, η αδιαφορία, η απουσία, η απαξίωση και η έλλειψη τρυφερότητας. Καταστάσεις οι οποίες τραυματίζουν όχι μόνο όταν στρέφονται από το γονέα προς το παιδί, αλλά ακόμη και όταν υπάρχουν στη συμπεριφορά των γονιών – είτε στη μεταξύ τους σχέση – είτε ατομικά ο καθένας προς τον εαυτό του.
Τα παιδιά αντιλαμβάνονται πως κάτι δεν πάει καλά, όμως το αποδέχονται ως κανονικό για να επιβιώσουν.
Ποιο ιδεώδες να αντιγράψουν; Λειτουργεί όπως όταν λες στο παιδί σου να μην καπνίσει, ενώ παράλληλα έχεις ένα τσιγάρο στο στόμα σου.
Ερχόμαστε λοιπόν στο σήμερα και βλέπουμε πως τα παιδιά που βίωσαν κακοποιητικές συμπεριφορές, αποδέχονται με μεγαλύτερη ευκολία την κακοποίηση και ως ενήλικες αντίστοιχα.
Θύμα και θύτης έχουν έναν κοινό παρονομαστή, την ανασφάλεια. Η ευαλωτότητα και των δύο πηγάζει από τη στέρηση αγάπης. Απλά ο καθένας τους εκδηλώνεται διαφορετικά. Ο θύτης μέσα από φωνές, απειλές, έλεγχο, βία… και το θύμα μέσα από την ανοχή του σε αυτά.
Ταυτόχρονα, βιώνουν και οι δύο φόβο εγκατάλειψης και μοναξιάς.
Έτσι, παρόλη τη δυσφορία που προκαλεί η κατάσταση, συνήθως μένουν μαζί και δίνουν μια νότα κανονικότητας σε όλο αυτό.
Συνήθως, τα άτομα που βρίσκονται σε κακοποιητική σχέση είναι δύσκολο να χωρίσουν. Όχι γιατί δε βλέπουν την κακοποίηση αλλά γιατί υπάρχει “συνεξάρτηση” μεταξύ τους και δε μπορούν να αποκοπούν συναισθηματικά. Σε αυτές τις περιπτώσεις η ψυχοθεραπεία είναι μονόδρομος για τη διαχείριση της κατάστασης.